Dictionary of Greek. 2013.
ψουνιστής — ο βλ. ψωνιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωνιστής — και ψουνιστής, ο, Ν [ψωνίζω] 1. ο έμπειρος στα ψώνια 2. αυτός που τού αρέσει να ψωνίζει … Dictionary of Greek